- κοιμηθιά
- η лежбище, лёжка (диких животных)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κοιμηθιά — η φωλιά αγριμιού και ιδίως τού λαγού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κοιμηθ τού κοιμάμαι (πρβλ. αόρ. κοιμήθ ηκα), + κατάλ. ιά (πρβλ. βαρυγγωμ ιά, λιποθυμ ιά)] … Dictionary of Greek
κοιμάμαι — και κοιμούμαι (Α κοιμῶ, άω, Μ κοιμοῡμαι και κοιμῶμαι) 1. βρίσκομαι σε κατάσταση ύπνου, πέφτω σε ύπνο 2. πλαγιάζω για ύπνο 3. συνεκδ. πεθαίνω, κείτομαι νεκρός 4. μτφ. αδιαφορώ, απρακτώ, εφησυχάζω, αδρανώ («το κράτος κοιμάται») 5. έρχομαι σε… … Dictionary of Greek